Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβρομίζω < κατα- + βρομίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καταβρομίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία