αβρόμιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αβρόμιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βρομίσει, δεν έχει λερωθεί
- (τρόφιμο) που δεν αναδύει άσχημη οσμή λόγω της αποσύνθεσης
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβρόμιστος
|