sniff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sniff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sniffs |
αόριστος | sniffed |
παθητική μετοχή | sniffed |
ενεργητική μετοχή | sniffing |
Ρήμα
επεξεργασίαsniff (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μυρίζω, προσπαθώ να αντιληφθώ μία μυρωδιά
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 578. ISBN 9780194325684., λήμμα: μυρίζω