ενικός         πληθυντικός  
odor odors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

odor (en) (αμερικανική γραφή)

  • η μυρωδιά, η οσμή
    ⮡  the odor of burning wood - η μυρωδιά του καιόμενου ξύλου
    ⮡  a pleasing/unpleasant odor - ευχάριστη/δυσάρεστη οσμή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη smell

Άλλες μορφές

επεξεργασία