Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
odor
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
odor
odors
Ουσιαστικό
επεξεργασία
odor
(en)
(
αμερικανική γραφή
)
η
μυρωδιά
, η
οσμή
⮡
the
odor
of burning wood
- η
μυρωδιά
του καιόμενου ξύλου
⮡
a pleasing/unpleasant
odor
- ευχάριστη/δυσάρεστη
οσμή
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
smell
Άλλες μορφές
επεξεργασία
odour
(
βρετανική γραφή
)