ενικός         πληθυντικός  
waft wafts

  Ετυμολογία

επεξεργασία

waft < (κληρονομημένο) μέση αγγλική waften

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɒft/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /wɑft/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

waft (en)

ενεστώτας waft
γ΄ ενικό ενεστώτα wafts
αόριστος wafted
παθητική μετοχή wafted
ενεργητική μετοχή wafting

waft (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) έρχομαι με τον αέρα, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί απαλά στον αέρα
    ⮡  sweet smells wafting across a room - μυρουδιές που έρχονται με τον αέρα μέσα σ' ένα δωμάτιο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη drift