waft
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
waft | wafts |
Ετυμολογία
επεξεργασίαwaft < (κληρονομημένο) μέση αγγλική waften
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwaft (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | waft |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wafts |
αόριστος | wafted |
παθητική μετοχή | wafted |
ενεργητική μετοχή | wafting |
waft (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) έρχομαι με τον αέρα, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί απαλά στον αέρα