fragrance
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
fragrance (en)
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- fragrance < λατινική fragrantia
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fragrance | fragrances |
fragrance (fr) θηλυκό
- η μοσχοβολιά, το άρωμα, η ευωδιά