ευωδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευωδιά | οι | ευωδιές |
γενική | της | ευωδιάς | των | ευωδιών |
αιτιατική | την | ευωδιά | τις | ευωδιές |
κλητική | ευωδιά | ευωδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευωδιά < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική εὐωδία με συνίζηση[1] Δείτε και το ευωδία.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.voˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ω‐διά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευωδιά και ευωδία θηλυκό
- ευχάριστη μυρωδιά
- ↪ από την κουζίνα έρχονταν ευωδιές που μας γαργαλούσαν τη μύτη
- (μεταφορικά)
- ※ Ευωδιές παράδοσης από Μοσχάτο ... (τίτλος άρθρου της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 18-1-2005)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ευώδης
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ ευωδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.