knock some sense into
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
knock some sense into (en)
- (ιδιωματισμός) βάζω μυαλό σε κάποιον, συνετίζω, κάνω κάποιον με συμβουλές ή με ελαφρές συνήθως τιμωρίες, να αλλάξει τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς και να γίνει πιο συνετός· για κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να γίνει κάποιος πιο συνετό
I tried to knock some sense into him.
- Προσπαθώ να του βάλω μυαλό.
I hope that (that) knocks some sense into her.
- Ελπίζω αυτό να της βάλει μυαλό.
I will knock some sense into him soon.
- Θα τον συνετίσω σύντομα.
We hope this accident will knock some sense into you.
- Ελπίζουμε να σε συνετίσει αυτό το ατύχημα.
So many failures should have knocked some sense into him and made him a more careful and more responsible person.
- Τόσες αποτυχίες θα έπρεπε να τον συνετίσουν και να τον κάνουν πιο προσεκτικό και πιο υπεύθυνο άνθρωπο.