Ετυμολογία

επεξεργασία
knock some sense into < → δείτε τις λέξεις knock, some, sense και into

  Έκφραση

επεξεργασία

knock some sense into (en)

  • (ιδιωματισμός) βάζω μυαλό σε κάποιον, συνετίζω, κάνω κάποιον με συμβουλές ή με ελαφρές συνήθως τιμωρίες, να αλλάξει τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς και να γίνει πιο συνετός· για κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να γίνει κάποιος πιο συνετό
    ⮡  I tried to knock some sense into him.
    Προσπαθώ να του βάλω μυαλό.
    ⮡  I hope that (that) knocks some sense into her.
    Ελπίζω αυτό να της βάλει μυαλό.
    ⮡  I will knock some sense into him soon.
    Θα τον συνετίσω σύντομα.
    ⮡  We hope this accident will knock some sense into you.
    Ελπίζουμε να σε συνετίσει αυτό το ατύχημα.
    ⮡  So many failures should have knocked some sense into him and made him a more careful and more responsible person.
    Τόσες αποτυχίες θα έπρεπε να τον συνετίσουν και να τον κάνουν πιο προσεκτικό και πιο υπεύθυνο άνθρωπο.