sentimento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sentimento < sentiment- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sentimento | sentimentoj |
αιτιατική | sentimenton | sentimentojn |
sentimento (eo)
- το συναίσθημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sentimento | sentimentoj |
αιτιατική | sentimenton | sentimentojn |
sentimento (eo)