χαροκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαροκοπώ < χαρά και -κοπώ (κατά το γλεντοκοπώ, λαμποκοπώ)
Ρήμα
επεξεργασίαχαροκοπώ
- το έχω ρίξει στο γλέντι, στο χαροκόπι, γλεντάω με τις ώρες και έντονα, γλεντοκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαροκοπώ
|