Δείτε επίσης: Χαροκόπι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το χαροκόπι
      γενική
    αιτιατική το χαροκόπι
     κλητική χαροκόπι
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαροκόπι < χαροκοπ(ώ) + (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.ɾoˈko.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρο‐κό‐πι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαροκόπι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χαρά και -κοπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία