Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύωρος η πολύωρη το πολύωρο
      γενική του πολύωρου της πολύωρης του πολύωρου
    αιτιατική τον πολύωρο την πολύωρη το πολύωρο
     κλητική πολύωρε πολύωρη πολύωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύωροι οι πολύωρες τα πολύωρα
      γενική των πολύωρων των πολύωρων των πολύωρων
    αιτιατική τους πολύωρους τις πολύωρες τα πολύωρα
     κλητική πολύωροι πολύωρες πολύωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύωρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολύωρος, -η, -ο

  • που διαρκεί πολλές ώρες
    πολύωρη συνεδρίαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία