Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυήμερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυήμερ
ος
η
πολυήμερ
η
το
πολυήμερ
ο
γενική
του
πολυήμερ
ου
της
πολυήμερ
ης
του
πολυήμερ
ου
αιτιατική
τον
πολυήμερ
ο
την
πολυήμερ
η
το
πολυήμερ
ο
κλητική
πολυήμερ
ε
πολυήμερ
η
πολυήμερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυήμερ
οι
οι
πολυήμερ
ες
τα
πολυήμερ
α
γενική
των
πολυήμερ
ων
των
πολυήμερ
ων
των
πολυήμερ
ων
αιτιατική
τους
πολυήμερ
ους
τις
πολυήμερ
ες
τα
πολυήμερ
α
κλητική
πολυήμερ
οι
πολυήμερ
ες
πολυήμερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυήμερος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πολυήμερος, -η, -ο
που έχει
διάρκεια
πολλών
ημερών
πολυήμερο
ταξίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυήμερος