χαρά Θεού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈɾa θeˈu/
Έκφραση
επεξεργασίαχαρά Θεού
- πολύ ευχάριστη κατάσταση, συνήθως ηλιόλουστη μέρα [1]
- ⮡ Σήμερα είναι χαρά Θεού.
- ※ 18ος/19ος αιώνας ⌘ Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, Τόμος 2, Εν Παρισίοις, 1829 @books.google [το ⟨ϛ⟩: ⟨στ⟩ - γλώσσα: καθαρεύουσα]
- Χαρά θεοῦ! ἀποκρίνεται ὁ ἐρωτώμενος περὶ τῆς καταϛάσεως τοῦ ἀέρος, ἐὰν εὐδιάζεται ἀπὸ λαμπρὸν ἥλιον, τὸ ὁποῖον ἀναλύεται εἰς τὸ, Κατάϛασις προξενοῦσα μεγίϛην ἡδονὴν καὶ χαρὰν, παρόμοιον σχεδὸν τοῦ Γαλλικοῦ, c'est une bénédiction. Καὶ ταύτην τὴν ὑπέρθεσιν τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὸ ὄνομα Θεός.
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρά Θεού
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαρά - εκφράσεις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας