ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπέρθεσῐς αἱ ὑπερθέσεις
      γενική τῆς ὑπερθέσεως τῶν ὑπερθέσεων
      δοτική τῇ ὑπερθέσει ταῖς ὑπερθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὑπέρθεσῐν τὰς ὑπερθέσεις
     κλητική ! ὑπέρθεσῐ ὑπερθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπερθέσει
γεν-δοτ τοῖν  ὑπερθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπέρθεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθέτηση από πάνω, υπέρθεση
    έκφραση: καθʼ ὑπέρθεσιν (σε αύξουσα κλίμακα)
  2. υπερβολή
  3. αναβολή
  4. (γραμματική)
    1. μετατροπή (λέξεων)
    2. συνώνυμο του ὑπερθετικός (βαθμός)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ὑπερτίθημι, ὑπέρ και τίθημι