Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρθεση οι υπερθέσεις
      γενική της υπέρθεσης* των υπερθέσεων
    αιτιατική την υπέρθεση τις υπερθέσεις
     κλητική υπέρθεση υπερθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέρθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπέρθε(σις) + -ση < ὑπερτίθημι < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τίθημι
Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + θέση.
για τον όρο της φυσικής: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική superposition.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέρ‐θε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπέρθεση θηλυκό

  1. (λόγιο, σπάνιο) τοποθέτηση από πάνω
  2. (κβαντική φυσική) η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερες κβαντικές θέσεις αθροίζονται, για να δώσουν μια άλλη έγκυρη κβαντική κατάσταση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)