χαρμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρμοσύνη < (ελληνιστική κοινή) χαρμοσύνη, αρχαία ελληνική χαρμόσυνος < χάρμα < χαίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρμοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η ουσιαστική χαρά, η ευχαρίστηση, η ευαρέσκεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρμοσύνη
|