χαρμονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρμονή | οι | χαρμονές |
γενική | της | χαρμονής | των | χαρμονών |
αιτιατική | τη | χαρμονή | τις | χαρμονές |
κλητική | χαρμονή | χαρμονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρμονή < αρχαία ελληνική χαρμονή < χάρμα < χαίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρμονή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρμονή
|