μικροχαρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροχαρά θηλυκό
- κάτι ασήμαντο που μπορεί να δώσει ευχαρίστηση
- ↪οι μικροχαρές της ζωής
Συγγενικά επεξεργασία
- μικροχαρής
- μικρόχαρος
- → δείτε τις λέξεις μικρός και χαρά