φωνακλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φωνακλάς | η | φωνακλού | το | φωνακλάδικο & φωνακλούδικο |
γενική | του | φωνακλά | της | φωνακλούς | του | φωνακλάδικου & φωνακλούδικου |
αιτιατική | τον | φωνακλά | τη | φωνακλού | το | φωνακλάδικο & φωνακλούδικο |
κλητική | φωνακλά | φωνακλού | φωνακλάδικο & φωνακλούδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φωνακλάδες | οι | φωνακλούδες | τα | φωνακλάδικα & φωνακλούδικα |
γενική | των | φωνακλάδων | των | φωνακλούδων | των | φωνακλάδικων & φωνακλούδικων |
αιτιατική | τους | φωνακλάδες | τις | φωνακλούδες | τα | φωνακλάδικα & φωνακλούδικα |
κλητική | φωνακλάδες | φωνακλούδες | φωνακλάδικα & φωνακλούδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνακλάς < φωνάκλ(α), μεγεθυντικό του φωνή + -άς
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.naˈklas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐να‐κλάς
Επίθετο επεξεργασία
φωνακλάς, -ού, -άδικο/ούδικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φωνακλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φωνακλάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)