↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωναχτός η φωναχτή το φωναχτό
      γενική του φωναχτού της φωναχτής του φωναχτού
    αιτιατική τον φωναχτό τη φωναχτή το φωναχτό
     κλητική φωναχτέ φωναχτή φωναχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωναχτοί οι φωναχτές τα φωναχτά
      γενική των φωναχτών των φωναχτών των φωναχτών
    αιτιατική τους φωναχτούς τις φωναχτές τα φωναχτά
     κλητική φωναχτοί φωναχτές φωναχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωναχτός < φωνάζ(-ω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

φωναχτός

  • που εκφράζεται ηχηρά, με συνήθως (αλλά όχι απαραίτητα) δυνατή φωνή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία