Ετυμολογία

επεξεργασία
γρούζω < (ηχομιμητική λέξη)

γρούζω

  1. παράγω έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που ακούγεται σαν γρου
  2. γρυλίζω
  3. μουρμουρίζω
  4. φωνάζω, σκούζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία