Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενάζω < αρχαία ελληνική στενάζω < στένω στέν- + κατάληξη -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

στενάζω

  1. αναστενάζω, βογκάω
  2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι
    ※  Η Ουκρανία στα χρόνια της ενηλικίωσης του ποιητή στέναζε κάτω απ' το ζυγό της πιο σκληρής διακυβέρνησης του τσάρου Νικολάου Α'. (Έλλη Αλεξίου (1964) Ταράς Σεβτσένκο [δοκίμιο])
  3. βγάζω ήχο παρόμιο με του στεναγμού
    και των γλυκών αγέρηδων η πνοή κοιμίζει το πέλαο που στενάζει (Αίας Σοφοκλή, απόδοση Κ. Βάρναλης)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενάζω < στένω

  Ρήμα επεξεργασία

στενάζω

  1. στενάζω αναστενάζω , βογκώ, γογγύζω,
    • τί ἐστέναξας τοῦτο; (: γιατί αναστέναξες; τι έχεις;)
    • Θεμιστοκλέα δὲ καὶ τοὺς ἐν Μαραθῶνι τελευτήσαντας καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς καὶ αὐτοὺς τοὺς τάφους τοὺς τῶν προγόνων οὐκ οἴεσθε στενάξειν, εἰ ὁ μετὰ τῶν βαρβάρων ὁμολογῶν τοῖς Ἕλλησιν ἀντιπράττειν στεφανωθήσεται; (:δεν ξέρετε ότι ο Θεμιστοκλής και όσοι σκοτώθηκαν στο Μαραθώνα και στις Πλαταιές και οι ίδιοι οι πρόγονοί σας δεν θα βογγήσουν από τον τάφο τους αν στεφανώσετε εκείνον που ομολογησε ότι συνεννοήθηκε με τους βαρβάρους εναντίον των Ελλήνων;)
  2. κλαίω, θρηνώ
    • ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος ταλαίφρων ἄγομαι... τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει. (: για τη δική μου μοίρα κανένας απ΄τους φίλους δεν θρηνεί)
    • ὥς σε στενάζω τῶν τεθνηκότων πλέον (:εσένα σε κλαίω πιο πολύ κι απ τους νεκρούς)

Συγγενικά επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία