στενάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενάζω < αρχαία ελληνική στενάζω < στένω στέν- + κατάληξη -άζω
Ρήμα
επεξεργασίαστενάζω
- αναστενάζω, βογκάω
- υποφέρω, ταλαιπωρούμαι
- ※ Η Ουκρανία στα χρόνια της ενηλικίωσης του ποιητή στέναζε κάτω απ' το ζυγό της πιο σκληρής διακυβέρνησης του τσάρου Νικολάου Α'. (Έλλη Αλεξίου (1964) Ταράς Σεβτσένκο [δοκίμιο])
- βγάζω ήχο παρόμιο με του στεναγμού
- και των γλυκών αγέρηδων η πνοή κοιμίζει το πέλαο που στενάζει (Αίας Σοφοκλή, απόδοση Κ. Βάρναλης)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στενάζω | στέναζα | θα στενάζω | να στενάζω | στενάζοντας | |
β' ενικ. | στενάζεις | στέναζες | θα στενάζεις | να στενάζεις | στέναζε | |
γ' ενικ. | στενάζει | στέναζε | θα στενάζει | να στενάζει | ||
α' πληθ. | στενάζουμε | στενάζαμε | θα στενάζουμε | να στενάζουμε | ||
β' πληθ. | στενάζετε | στενάζατε | θα στενάζετε | να στενάζετε | στενάζετε | |
γ' πληθ. | στενάζουν(ε) | στέναζαν στενάζαν(ε) |
θα στενάζουν(ε) | να στενάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέναξα | θα στενάξω | να στενάξω | στενάξει | ||
β' ενικ. | στέναξες | θα στενάξεις | να στενάξεις | στέναξε | ||
γ' ενικ. | στέναξε | θα στενάξει | να στενάξει | |||
α' πληθ. | στενάξαμε | θα στενάξουμε | να στενάξουμε | |||
β' πληθ. | στενάξατε | θα στενάξετε | να στενάξετε | στενάξτε | ||
γ' πληθ. | στέναξαν στενάξαν(ε) |
θα στενάξουν(ε) | να στενάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στενάξει | είχα στενάξει | θα έχω στενάξει | να έχω στενάξει | ||
β' ενικ. | έχεις στενάξει | είχες στενάξει | θα έχεις στενάξει | να έχεις στενάξει | ||
γ' ενικ. | έχει στενάξει | είχε στενάξει | θα έχει στενάξει | να έχει στενάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε στενάξει | είχαμε στενάξει | θα έχουμε στενάξει | να έχουμε στενάξει | ||
β' πληθ. | έχετε στενάξει | είχατε στενάξει | θα έχετε στενάξει | να έχετε στενάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν στενάξει | είχαν στενάξει | θα έχουν στενάξει | να έχουν στενάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενάζω < στένω
Ρήμα
επεξεργασίαστενάζω
- στενάζω αναστενάζω , βογκώ, γογγύζω,
- τί ἐστέναξας τοῦτο; (: γιατί αναστέναξες; τι έχεις;)
- Θεμιστοκλέα δὲ καὶ τοὺς ἐν Μαραθῶνι τελευτήσαντας καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς καὶ αὐτοὺς τοὺς τάφους τοὺς τῶν προγόνων οὐκ οἴεσθε στενάξειν, εἰ ὁ μετὰ τῶν βαρβάρων ὁμολογῶν τοῖς Ἕλλησιν ἀντιπράττειν στεφανωθήσεται; (:δεν ξέρετε ότι ο Θεμιστοκλής και όσοι σκοτώθηκαν στο Μαραθώνα και στις Πλαταιές και οι ίδιοι οι πρόγονοί σας δεν θα βογγήσουν από τον τάφο τους αν στεφανώσετε εκείνον που ομολογησε ότι συνεννοήθηκε με τους βαρβάρους εναντίον των Ελλήνων;)
- κλαίω, θρηνώ
- ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος ταλαίφρων ἄγομαι... τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει. (: για τη δική μου μοίρα κανένας απ΄τους φίλους δεν θρηνεί)
- ὥς σε στενάζω τῶν τεθνηκότων πλέον (:εσένα σε κλαίω πιο πολύ κι απ τους νεκρούς)