στενακτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενακτός < στενάζω
Επίθετο
επεξεργασίαστενακτός
- που τον θρηνούν, που γίνεται αιτία για θρήνο,
- που είναι θρηνητικός, που θρηνεί, στενάζει, βογκάει εκείνος
- ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽ (: ο άνθρωπος πέθανε χωρίς να βογγήξει ούτε να αρρωστήσει ούτε να πονέσει )