Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενακτός < στενάζω

  Επίθετο επεξεργασία

στενακτός

  1. που τον θρηνούν, που γίνεται αιτία για θρήνο,
  2. που είναι θρηνητικός, που θρηνεί, στενάζει, βογκάει εκείνος
    ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽ (: ο άνθρωπος πέθανε χωρίς να βογγήξει ούτε να αρρωστήσει ούτε να πονέσει )

Συγγενικά επεξεργασία