Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στέναγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στέναγμα
τα
στενάγμα
τ
α
γενική
του
στενάγμα
τ
ος
των
στεναγμά
τ
ων
αιτιατική
το
στέναγμα
τα
στενάγμα
τ
α
κλητική
στέναγμα
στενάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στέναγμα
<
αρχαία ελληνική
στέναγμα
<
στενάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στέναγμα
ουδέτερο
στεναγμός
,
αναστεναγμός
,
αναστέναγμα
, το αποτέλεσμα του
στενάζω
, το
βογκητό
Συγγενικά
επεξεργασία
στεναγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στέναγμα
αγγλικά
:
sigh
(en)