Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sigh sighs

sigh (en)

ενεστώτας sigh
γ΄ ενικό ενεστώτα sighs
αόριστος sighed
παθητική μετοχή sighed
ενεργητική μετοχή sighing

sigh (en)

  • (αμετάβατο) αναστενάζω
    ⮡  She sighed with relief.
    Αναστέναξε από ανακούφιση.
    ⮡  He sighed deeply as he remembered the past.
    Αναστέναξε βαθιά καθώς θυμήθηκε τα περασμένα.