Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστενάζω < αρχαία ελληνική ἀναστενάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.steˈna.zo/

αναστενάζω

  1. στενάζω, ανασαίνω εκπνέοντας βαριά (από πόνο, θλίψη, ανία, ηδονή, ανακούφιση)
  2. υποφέρω, δυσκολεύομαι
    Θα αναστενάξουν για να πληρώσουν το χαράτσι
  3. αναστατώνομαι, ταράζομαι
    Πίπτοντας χαμαί ο λέων, Εις εκειό το κρήμνισμόν του Κη εις εκειόν τον μουγκρισμόν του Έκαμε πολύν σεισμόν. Εκουνίσθηκαν τα όρη, Θάλασσαις αναστενάζουν("Εις την περίφημον Γαλλίαν και τον στρατηγόν Βοναπάρτην"
  4. υποφέρω τόσο πολύ που συμπάσχει κι η φύση, ακόμα και τα πανίσχυρα βουνά
    Αναστενάζουν τα βουνά, πάσχουν δι' εμέν οι κάμποι, θρηνούσιν τα παράπλαγα, βροντούν οι λιβαδίες
    Αναστενάζουν τα βουνά, απ' τα δικά μου κλάματα (τραγούδι των Δερβενιώτη-Κολοκοτρώνη)


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία