παράπλαγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαράπλαγο ουδέτερο (απαντά στον πληθυντικό: τα παράπλαγα)
- η πλαγιά του βουνού, πιθανόν κοντά στους πρόποδες
παράπλαγο ουδέτερο (απαντά στον πληθυντικό: τα παράπλαγα)