μοναστηράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοναστηράκι | τα | μοναστηράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μοναστηράκι | τα | μοναστηράκια |
κλητική | μοναστηράκι | μοναστηράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοναστηράκι < μοναστήρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοναστηράκι ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μοναστήρι