Δείτε επίσης: σκεύος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκευεσ-
ονομαστική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύε
      γενική τοῦ σκεύους - σκεύεος τῶν σκευῶν - σκευέων
      δοτική τῷ σκεύει - σκεύεῐ̈ τοῖς σκεύεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύεα
     κλητική ! σκεῦος σκεύη - σκεύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεύει - σκεύεε
γεν-δοτ τοῖν  σκευοῖν - σκευέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεῦος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skew-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκεῦος ουδέτερο

  1. αγγείο
  2. εργαλείο
  3. (μεταφορικά) το ανθρώπινο σώμα
  4. (μεταφορικά) υπηρετικό προσωπικό, δούλος
  5. (μεταφορικά) αιδοίο
  6. (πληθυντικός) σκεύη:
    1. σκεύη
    2. έπιπλα
    3. αποσκευές
    4. στρατιωτικές αποσκευές
       συνώνυμα: (λατινικά) impendimenta
    5. κινητή περιουσία
    6. ιππικά εξαρτήματα
    7. αρματωσιά πλοίου
    8. ναυτικά εφόδια
    9. κοστούμια ηθοποιών