Δείτε επίσης: σκεύος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκευεσ-
ονομαστική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύε
      γενική τοῦ σκεύους - σκεύεος τῶν σκευῶν - σκευέων
      δοτική τῷ σκεύει - σκεύεῐ̈ τοῖς σκεύεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύεα
     κλητική ! σκεῦος σκεύη - σκεύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεύει - σκεύεε
γεν-δοτ τοῖν  σκευοῖν - σκευέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία