σκεῦος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σκευεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | σκεῦος | τὰ | σκεύη - σκεύεᾰ | |
γενική | τοῦ | σκεύους - σκεύεος | τῶν | σκευῶν - σκευέων | |
δοτική | τῷ | σκεύει - σκεύεῐ̈ | τοῖς | σκεύεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | σκεῦος | τὰ | σκεύη - σκεύεα | |
κλητική ὦ! | σκεῦος | σκεύη - σκεύεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκεύει - σκεύεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σκευοῖν - σκευέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκεῦος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skew-
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκεῦος ουδέτερο
- αγγείο
- εργαλείο
- (μεταφορικά) το ανθρώπινο σώμα
- (μεταφορικά) υπηρετικό προσωπικό, δούλος
- (μεταφορικά) αιδοίο
- (πληθυντικός) σκεύη:
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σκεῦος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκεῦος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.