αποσκευές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αποσκευές | ||
γενική | των | αποσκευών | ||
αιτιατική | τις | αποσκευές | ||
κλητική | αποσκευές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκευές: πληθυντικός αριθμός του αποσκευή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.sceˈves/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σκευ‐ές
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσκευές θηλυκό
- (περιληπτικό) ό,τι μεταφέρει μαζί του ένας ταξιδιώτης, π.χ. βαλίτσες
- ↪ έλεγχος αποσκευών των ταξιδιωτών
- ↪ χώρος αποσκευών στα αυτοκίνητα (πορτμπαγκάζ) και στα αεροπλάνα
- ≈ συνώνυμα: μπαγκάζια, μπαγάζια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύνολο αποσκευών
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποσκευές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσκευή
Πηγές επεξεργασία
- αποσκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας