μπαγκάζια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μπαγκάζια | ||
γενική | των | μπαγκαζιών | ||
αιτιατική | τα | μπαγκάζια | ||
κλητική | μπαγκάζια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγκάζια < διάλεκτος (άμεσο δάνειο) τουρκική bağaj < (αναδανεισμός) γαλλική bagage[1] < παλαιά γαλλική bagage < bague (δέμα, μπόγος)
- μπαγκάζια < (άμεσο δάνειο) βενετική bagagia < γαλλική bagage < παλαιά γαλλική bagues (πακέτα) < μέση αγγλική bagge < αρχαία σκανδιναβική baggi[2]
- μπαγκάζια < (άμεσο δάνειο) βενετική bagagia < γαλλική bagage < παλαιά γαλλική bogues (παλιόρουχα) < αναγόμενο στην παλαιοσκανδιναβική baggi[3]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγκάζια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι αποσκευές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαγκάζια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπαγκάζια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.