μπαγκαζιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγκαζιέρα | οι | μπαγκαζιέρες |
γενική | της | μπαγκαζιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπαγκαζιέρα | τις | μπαγκαζιέρες |
κλητική | μπαγκαζιέρα | μπαγκαζιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγκαζιέρα < μπαγκά(ζια) + -ιέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγκαζιέρα θηλυκό
- ειδικός χώρος (ρυμουλκούμενο όχημα, ειδικά διαμορφωμένη βαλίτσα οροφής κ.λπ.) στον οποίο μπαίνουν και μεταφέρονται μπαγκάζια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαγκαζιέρα
|