Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκευασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σκευασί
α
οι
σκευασί
ες
γενική
της
σκευασί
ας
των
σκευασι
ών
αιτιατική
τη
σκευασί
α
τις
σκευασί
ες
κλητική
σκευασί
α
σκευασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκευασία
<
αρχαία ελληνική
σκευασία
<
σκευάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκευασία
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
άλλη μορφή
του
συσκευασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκευασία
→
δείτε
τη λέξη
συσκευασία