σκευασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκευασία < αρχαία ελληνική σκευασία < σκευάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκευασία θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του συσκευασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκευασία
|