ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκευοφῠλᾰκ-
ονομαστική σκευοφύλαξ οἱ σκευοφύλακες
      γενική τοῦ σκευοφύλακος τῶν σκευοφυλάκων
      δοτική τῷ σκευοφύλακ τοῖς σκευοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν σκευοφύλακ τοὺς σκευοφύλακᾰς
     κλητική ! σκευοφύλαξ σκευοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκευοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  σκευοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκευοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκευο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκευοφύλαξ, -ακος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία