Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκεκριμενοποίηση οι συγκεκριμενοποιήσεις
      γενική της συγκεκριμενοποίησης* των συγκεκριμενοποιήσεων
    αιτιατική τη συγκεκριμενοποίηση τις συγκεκριμενοποιήσεις
     κλητική συγκεκριμενοποίηση συγκεκριμενοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεκριμενοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεκριμενοποίηση < συγκεκριμένος + ποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκεκριμενοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία