Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεκριμενοποιώ < συγκεκριμένος + ποιώ

συγκεκριμενοποιώ

  • καθιστώ κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, σαφέστερο, ειδικότερο, εντός ενός χρονικού, ποσοτικού ή οτιδήποτε άλλου ορίου ή πλαισίου
    Καλή η ιδέα σας σε γενικές γραμμές, αλλά πρέπει να τη συγκεκριμενοποιήσετε

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία