σαφέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαφέστερος | η | σαφέστερη | το | σαφέστερο |
γενική | του | σαφέστερου | της | σαφέστερης | του | σαφέστερου |
αιτιατική | τον | σαφέστερο | τη | σαφέστερη | το | σαφέστερο |
κλητική | σαφέστερε | σαφέστερη | σαφέστερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαφέστεροι | οι | σαφέστερες | τα | σαφέστερα |
γενική | των | σαφέστερων | των | σαφέστερων | των | σαφέστερων |
αιτιατική | τους | σαφέστερους | τις | σαφέστερες | τα | σαφέστερα |
κλητική | σαφέστεροι | σαφέστερες | σαφέστερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαφέστερος < συγκριτικός βαθμός του σαφής, σαφ-έσ-τερος
Επίθετο
επεξεργασίασαφέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο σαφής, πιο ξεκάθαρος, που συνοδεύεται πιθανά απο περισσότερες λεπτομέρειες
- ευγενικός τρόπος να ζητήσει κάποιος λεπτομέρειες και σαφήνεια χωρίς να μεμφθεί το συνομιλητή του ότι υπήρξε ασαφής και γενικόλογος
- Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο σαφέστερος;