Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαφέστερος η σαφέστερη το σαφέστερο
      γενική του σαφέστερου της σαφέστερης του σαφέστερου
    αιτιατική τον σαφέστερο τη σαφέστερη το σαφέστερο
     κλητική σαφέστερε σαφέστερη σαφέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαφέστεροι οι σαφέστερες τα σαφέστερα
      γενική των σαφέστερων των σαφέστερων των σαφέστερων
    αιτιατική τους σαφέστερους τις σαφέστερες τα σαφέστερα
     κλητική σαφέστεροι σαφέστερες σαφέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαφέστερος < συγκριτικός βαθμός του σαφής, σαφ-έσ-τερος

  Επίθετο επεξεργασία

σαφέστερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο σαφής, πιο ξεκάθαρος, που συνοδεύεται πιθανά απο περισσότερες λεπτομέρειες
  2. ευγενικός τρόπος να ζητήσει κάποιος λεπτομέρειες και σαφήνεια χωρίς να μεμφθεί το συνομιλητή του ότι υπήρξε ασαφής και γενικόλογος
    Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο σαφέστερος;

  Μεταφράσεις επεξεργασία