σαφέστερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασίασαφέστερα, συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος σαφώς
- με τρόπο που ξεκαθαρίζει κάτι καλύτερα, που το κάνει πιο ακριβές, πιο σαφές, πιο αναλυτικό, που το διασαφηνίζει περισσότερο
- Του το εξήγησα σαφέστερα και το παιδί το κατάλαβε.
- (κατ’ επέκταση) πιο αυστηρά
- Να το πω σαφέστερα λοιπόν αφού δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν το ξανακάνεις, ο συνεταιρισμός μας τελειώνει ακαριαία!
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαφέστερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαφέστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαφέστερο