ενικός         πληθυντικός  
concrete noun concrete nouns

  Ετυμολογία

επεξεργασία
concrete noun < → δείτε τις λέξεις concrete και noun

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

concrete noun (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία