noun
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
noun | nouns |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnoun (en)
- (γραμματική) το ουσιαστικό, το όνομα
- ⮡ masculine/feminine/neuter nouns - ουσιαστικά αρσενικού/θηλυκού/ουδέτερου γένους
- ⮡ gender/number/case of a noun - γένος/αριθμός/πτώση ενός ονόματος
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- noun στην αγγλική Βικιπαίδεια