collective noun
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collective noun | collective nouns |
Ετυμολογία
επεξεργασία- collective noun < → δείτε τις λέξεις collective και noun
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcollective noun (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- collective noun στην αγγλική Βικιπαίδεια