Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
collective noun collective nouns

  Ετυμολογία επεξεργασία

collective noun < → δείτε τις λέξεις collective και noun

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

collective noun (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία