spécifique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spe.si.fik/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spécifique | spécifiques |
spécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ειδικός, ιδιαίτερος, σχετικός με ένα είδος, συγκεκριμένος
ενικός | πληθυντικός |
spécifique | spécifiques |
spécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό