Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐμφάνισις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐμφάνισις
<
ἐμφανίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐμφάνισις
θηλυκό
ένδειξη
,
δήλωση
έκθεση
, το να εκθέτει κάποιος έναν ισχυρισμό π.χ. ως αβάσιμο, αλλά και το αντίθετο
έκθεση αποδεικτικών στοιχείων, που αποδεικνύουν το αληθές ενός ισχυρισμού