Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωμήτριος κύηση < → δείτε τις λέξεις εξωμήτριος και κύηση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εξωμήτριος κύηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία