παρακύηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακύηση | οι | παρακυήσεις |
γενική | της | παρακύησης* | των | παρακυήσεων |
αιτιατική | την | παρακύηση | τις | παρακυήσεις |
κλητική | παρακύηση | παρακυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακύηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακύηση
|