Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωμήτριος η εξωμήτρια
εξωμήτριος
το εξωμήτριο
      γενική του εξωμήτριου
εξωμητρίου
της εξωμήτριας
εξωμητρίου
του εξωμήτριου
εξωμητρίου
    αιτιατική τον εξωμήτριο την εξωμήτρια
εξωμήτριο
το εξωμήτριο
     κλητική εξωμήτριε εξωμήτρια
εξωμήτριε
εξωμήτριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωμήτριοι οι εξωμήτριες
εξωμήτριοι
τα εξωμήτρια
      γενική των εξωμήτριων
εξωμητρίων
των εξωμήτριων
εξωμητρίων
των εξωμήτριων
εξωμητρίων
    αιτιατική τους εξωμήτριους
εξωμητρίους
τις εξωμήτριες
εξωμητρίους
τα εξωμήτρια
     κλητική εξωμήτριοι εξωμήτριες
εξωμήτριοι
εξωμήτρια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωμήτριος < εξω- + μήτρ(α) + -ιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extra-utérin [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksoˈmi.tɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐μή‐τρι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

εξωμήτριος, -α/-ος, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία