clasp
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | clasp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clasps |
αόριστος | clasped |
παθητική μετοχή | clasped |
ενεργητική μετοχή | clasping |
Ρήμα
επεξεργασίαclasp (en) (μεταβατικό)
- σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά στο χέρι μου
- σφίγγω, κρατώ κάποιον ή κάτι σφιχτά με τα χέρια μου
- ⮡ They were clasped in each other’s arms.
- Σφίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
- ⮡ They were clasped in each other’s arms.