clasp
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | clasp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clasps |
αόριστος | clasped |
παθητική μετοχή | clasped |
ενεργητική μετοχή | clasping |
Ρήμα επεξεργασία
clasp (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
ενεστώτας | clasp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clasps |
αόριστος | clasped |
παθητική μετοχή | clasped |
ενεργητική μετοχή | clasping |
clasp (en)