grasp at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | grasp at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grasps at |
αόριστος | grasped at |
παθητική μετοχή | grasped at |
ενεργητική μετοχή | grasping at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgrasp at (en)
- προσπαθώ να αρπάξω
- ⮡ He was grasping at anything that could help him.
- Προσπαθούσε ν' αρπάξει καθετί που θα τον βοηθούσε.
- ⮡ He was grasping at anything that could help him.
- αρπάζω την ευκαιρία