ενεστώτας grasp at
γ΄ ενικό ενεστώτα grasps at
αόριστος grasped at
παθητική μετοχή grasped at
ενεργητική μετοχή grasping at

  Ετυμολογία

επεξεργασία
grasp at < → δείτε τις λέξεις grasp και at

grasp at (en)

  1. προσπαθώ να αρπάξω
    ⮡  He was grasping at anything that could help him.
    Προσπαθούσε ν' αρπάξει καθετί που θα τον βοηθούσε.
  2. αρπάζω την ευκαιρία