clench
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | clench |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clenches |
αόριστος | clenched |
παθητική μετοχή | clenched |
ενεργητική μετοχή | clenching |
Ρήμα
επεξεργασίαclench (en)
- σφίγγω, για μέρη του σώματος που τα συσπώ και τα κλείνω εντελώς, όταν προσπαθώ να εμποδίσω την εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου αισθήματος ή συναισθήματος
- ⮡ I am clenching my fist.
- Σφίγγω τη γροθιά μου.
- ⮡ He clenched his teeth in pain.
- Έσφιξε τα δόντια από τον πόνο.
- ⮡ I am clenching my fist.
- σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά