ενεστώτας clench
γ΄ ενικό ενεστώτα clenches
αόριστος clenched
παθητική μετοχή clenched
ενεργητική μετοχή clenching

clench (en)

  1. σφίγγω, για μέρη του σώματος που τα συσπώ και τα κλείνω εντελώς, όταν προσπαθώ να εμποδίσω την εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου αισθήματος ή συναισθήματος
    ⮡  I am clenching my fist.
    Σφίγγω τη γροθιά μου.
    ⮡  He clenched his teeth in pain.
    Έσφιξε τα δόντια από τον πόνο.
  2. σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    ⮡  She clenched her purse tightly.
    Έσφιξε το τσαντάκι της δυνατά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp