Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clench clenches

clench (en)

ενεστώτας clench
γ΄ ενικό ενεστώτα clenches
αόριστος clenched
παθητική μετοχή clenched
ενεργητική μετοχή clenching

clench (en)

  1. σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    ⮡  She clenched her purse tightly.
    Έσφιξε το τσαντάκι της δυνατά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. σφίγγω, κλείνω κάτι σφιχτά
    ⮡  I clench my fist.
    Σφίγγω τη γροθιά μου.